Όπως θα θυμούνται οι αναγνώστες, η δημοσιοποίηση το φθινόπωρο του 2009 της ετήσιας έκθεσης του Παγκόσμιου Oικονομικού Φόρουμ –
σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είχε υποχωρήσει στη διεθνή κατάταξη
ανταγωνιστικότητας πίσω από την συμπαθή Μποτσουάνα – αντιμετωπίστηκε με
το συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο συζητώνται όλα τα σοβαρά προβλήματα
στη χώρα μας: η είδηση σχολιάστηκε για λίγες μέρες, με απαξιωτικά (και
δικαίως) σχόλια για τις επιδόσεις της κυβέρνησης Καραμανλή που παρέδιδε
τότε την εξουσία, και μετά ξεχάστηκε.
«Ξεχάστηκε»
τρόπος του λέγειν βέβαια. Από τότε μεσολάβησε η κρίση δανεισμού, η
υπογραφή του Μνημονίου, η ύφεση της οικονομίας. Χιλιάδες ιδιωτικές
επιχειρήσεις έκλεισαν, πολλές άλλες μετέφεραν τις παραγωγικές τους
δραστηριότητες εκτός συνόρων. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν
τη δουλειά τους, πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) από τους υπόλοιπους
είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται.Πόσο
άσχετα μεταξύ τους είναι αυτά τα δύο; Καθόλου. Όσο και αν μερικοί
ονειρεύονται «άλλες πολιτικές» και «διαφορετικά μείγματα» (κάποιο κόλπο
τέλος πάντων που θα μας επιτρέψει να πορευόμαστε όπως είχαμε μάθει
τόσα χρόνια), η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας
είναι η βαθύτερη αιτία της ύφεσης. Το έλλειμμα του κρατικού
προϋπολογισμού και το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών συνδέονται και
τροφοδοτούν το ένα το άλλο. Τώρα που η εποχή της υπερκατανάλωσης με
δανεικά έχει τελειώσει, το συνολικό εισόδημα αναγκαστικά θα
διαμορφώνεται στο ύψος λίγο-πολύ της αξίας των αγαθών και υπηρεσιών που
πουλάμε (ο ένας στον άλλον, και κυρίως σε αγοραστές από άλλες χώρες).
Μπορούμε να το μοιράσουμε μεταξύ μας όσο δίκαια θέλουμε, και μπορούμε
να το αυξήσουμε φτιάχνοντας ελκυστικά προϊόντα σε καλές τιμές. Και,
φυσικά, «να φτιάξουμε ελκυστικά προϊόντα σε καλές τιμές» είναι αυτό που
σκέφτεται ένας οικονομολόγος όταν λέει «να βελτιώσουμε την
ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».Τώρα,
λίγο μετά τη συμφωνία των πολιτικών αρχηγών για τα νέα μέτρα της
κυβέρνησης, και λίγο πριν από τη συνεδρίαση της Βουλής για την έγκριση
των μέτρων αυτών, το ενδιαφέρον φαίνεται να επιστρέφει στο θέμα της
ανταγωνιστικότητας. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι καθαρά χαραγμένες.
Από τη μια, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν νέες θυσίες. Από την
άλλη, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, οι κοινωνικοί εταίροι, τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης, η Εκκλησία, χαράζουν «κόκκινες γραμμές». Στο
επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται η μείωση των μισθών (ιδίως των
κατώτατων). Πόσο δίκιο έχει η ελληνική πλευρά; Και τι μπορεί να γίνει
τώρα;Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (πίνακας
ΙΙΙ.8, σελίδα 90), οι μέσες αποδοχές αρχικά (το 2004-2009) βελτιώθηκαν
κατά 16% σε πραγματικές τιμές, ενώ στη συνέχεια (το 2009-2011)
υποχώρησαν κατά 15%. Με άλλα λόγια, η μείωσή τους στη διετία της κρίσης
υπερακόντισε την αύξησή τους στην πενταετία της μεταολυμπιακής ευφορίας
(και της καραμανλικής διακυβέρνησης). Συνεπώς, ακόμη και εάν δεχθεί
κανείς ότι η βασική αιτία για την απώλεια ανταγωνιστικότητας ήταν οι
υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις στην προηγούμενη περίοδο (μεγάλο
«εάν»), θα μπορούσε και πάλι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διόρθωση
της τελευταίας διετίας έχει εξαλείψει το πρόβλημα.
Είναι
έτσι; Όχι ακριβώς. Για να δει κανείς αν όντως η ανταγωνιστικότητα
βελτιώθηκε θα πρέπει να λάβει υπόψη το κόστος εργασίας ανά μονάδα
προϊόντος (μέγεθος που ενσωματώνει την παραγωγικότητα). Σύμφωνα και
πάλι με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μοναδιαίο κόστος
εργασίας στο σύνολο της οικονομίας την τελευταία διετία μειώθηκε κατά
6%, ενώ την προηγούμενη πενταετία είχε αυξηθεί κατά 34%. Συνολικά, η
μεταβολή του από το 2004 έως σήμερα ήταν +26% στην Ελλάδα έναντι +14%
στη ζώνη του Ευρώ. Ας σημειωθεί ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα
προϊόντος υπολογίζεται σε ονομαστικές τιμές, δηλ. περιέχει και τον
πληθωρισμό (ο οποίος, σε τελευταία ανάλυση, διαβρώνει την
ανταγωνιστικότητα). Με άλλα λόγια, η μείωση των μισθών τη διετία της
κρίσης δεν εξάλειψε την απώλεα ανταγωνιστικότητας.
Θα
λυθεί το πρόβλημα με νέα μείωση των μισθών, και ιδίως των κατώτατων;
Το επιχείρημα υπέρ μιας τέτοιας μείωσης βασίζεται στα παραπάνω στοιχεία
συν ένα ακόμη. Ενώ η μείωση των μέσων αποδοχών την τελευταία διετία
ήταν όση σχεδόν και η αύξησή τους την προηγούμενη πενταετία (σε
πραγματικές τιμές πάντοτε), οι κατώτατες αποδοχές μειώθηκαν λιγότερο:
-5% το 2009-2011 έναντι +16% το 2004-2009. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τα
στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (διάγραμμα
86, σελίδα 217), ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα το 2011 παρέμενε σαφώς
υψηλότερος από ό,τι στην Ισπανία (+15%) και στην Πορτογαλία (+52%),
ενώ ήταν 7πλάσιος από ό,τι στη γειτονική Βουλγαρία (όπου έχουν
μεταφερθεί πολλές ελληνικές επιχειρήσεις). Συνεπώς, θα πρέπει να
παραδεχθεί κανείς ότι η εμμονή της τρόικας με τους κατώτατους μισθούς
δεν στερείται λογικής βάσης.
Τι
αντιπαραθέτει σε αυτό η ΓΣΕΕ – αλλά και ο ΣΕΒ, ο αρχηγός της ΝΔ, ο
αρχιεπίσκοπος, τα κανάλια; Τη συνηθισμένη ρητορεία περί κοινωνικής
συνοχής. Εάν, όμως, το πρόβλημα με την πρόταση της τρόικας ήταν ότι
είναι άδικη κοινωνικά, παρότι αποδοτική οικονομικά, η λύση θα ήταν
απλή: μέτρα για την εισοδηματική στήριξη των ανέργων και των φτωχών.
Αυτά θα είχαν βέβαια κάποιο κόστος, αλλά το όφελος από την αναπτυξιακή
ώθηση και τη μείωση της ανεργίας (λόγω μείωσης των κατώτατων αποδοχών)
θα ήταν πολύ υψηλότερο.
Πού
σκοντάφτει η πρόταση της τρόικας; Κατ’ αρχήν, στο ότι ένα τέτοιο
κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σήμερα απλώς δεν υφίσταται. Ούτε η δημιουργία
του συμπεριλαμβάνεται στις προτεραιότητες των οπαδών των «κόκκινων
γραμμών» και της «εθνικής υπερηφάνειας». Όπως έχω προσπαθήσει να
επιχειρηματολογήσω αλλού, η προστασία όσων σήμερα πλήττονται από την
κρίση απαιτεί ριζικό αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής, με
δραστική αναδιανομή των σχετικών πόρων. Ακόμη και στην Ελλάδα της
κρίσης, και παρά την δεδηλωμένη «ψυχοπονιά» των αστέρων της πολιτικής,
του συνδικαλισμού και της δημοσιογραφίας, ο αναπροσανατολισμός αυτός
δεν διαθέτει πολλούς υπερασπιστές.
Πέρα
από την έλλειψη κοινωνικών προγραμμάτων που να παίζουν ρόλο αμορτισέρ,
απορροφώντας τους κραδασμούς από τη μείωση των κατώτατων μισθών, η
πρόταση της τρόικας προσκρούει σε άλλα δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η μείωση του κόστους εργασίας δεν εγγυάται τη μείωση των τιμών. Σε
συνθήκες μεγάλης ανεργίας και σχεδόν ολοκληρωτικής απουσίας των
συνδικάτων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (ιδίως τις μικρότερες),
τίποτε δεν εμποδίζει κάποιον εργοδότη να καρπωθεί τη μείωση του κόστους
διατηρώντας τις τιμές στο ίδιο ύψος και αυξάνοντας το περιθώριο
κέρδους. Μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν ασφαλώς μυωπική, αλλά απολύτως
συνεπής με το μοντέλο επιχειρηματικότητας (της «αρπαχτής») που δείχνει
να έχει επικρατήσει.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους μισθούς. Σύμφωνα
με τη ρητορική του συρμού, ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» μας,
όπου διαθέτουμε αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα (που μας
κληρονόμησε η γεωγραφία, η γεωλογία, και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι).
Ακόμη και εκεί, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν στους
επισκέπτες «φτηνές» υπηρεσίες, θέτοντας σε κίνηση έναν αυτοκαταστροφικό
φαύλο κύκλο: η αδιαφορία για το ανθρώπινο δυναμικό ρίχνει την ποιότητα,
η χαμηλή ποιότητα ρίχνει τις τιμές, τα πακέτα των tour operators
ρίχνουν τα περιθώρια κέρδους, η αναζήτηση κερδοφορίας ρίχνει και άλλο
τους μισθούς – αν χρειαστεί μεταμφιέζοντας τους εργαζόμενους σε
«μαθητευόμενους» ή προσλαμβάνοντας μετανάστες με μεροκάματα κάτω από τα
κατώτατα. Σε μια τέτοια νοοτροπία «φτηνής ανάπτυξης» και εκτεταμένης
παραβατικότητας, η μείωση των κατώτατων μισθών δεν μπορεί να βελτιώσει
την ανταγωνιστικότητα.
Για
τον ίδιο ακριβώς λόγο, οι «κόκκινες γραμμές» βοηθάνε τον ΣΕΒ, τη ΝΔ,
την Εκκλησία της Ελλάδος και κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης να κάνουν
δωρεάν επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά δεν προσφέρουν καμμιά
απολύτως υπηρεσία στους εργαζόμενους που απειλούνται από την ανεργία ή
υφίστανται την εργοδοτική αυθαιρεσία (ή και τα δύο).
Φοβάμαι
πως κάτι παρόμοιο ισχύει και για τη ΓΣΕΕ. Η περιχαράκωση των
συνδικάτων στα τελευταία φρούρια των προνομίων και της μονιμότητας
(Δημόσιο, ΔΕΚΟ, όλο και λιγότερο Τράπεζες), και η ταυτόχρονη αποξένωσή
τους από τις επιχειρήσεις όπου εργάζεται η συντριπτική πλειονότητα της
εργατικής τάξης, τα καταδικάζει στην αργή παρακμή.
Εάν
τα συνδικάτα μας θέλουν να προσφέρουν στους εργαζομένους του ιδιωτικού
τομέα ελπίδα και προοπτική, ας αναλάβουν μια γενναία πρωτοβουλία (με
όλο το ρίσκο που της αναλογεί): ας προτείνουν στην τρόικα, στην
κυβέρνηση και στον ΣΕΒ μια μικρότερη μείωση του κατώτατου μισθού, με
αντάλλαγμα τη δέσμευση των εργοδοτικών οργανώσεων για (α) αυστηρή
εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας σε όλες τις
επιχειρήσεις, (β) σταδιακή βελτίωση του κατώτατου μισθού καθώς
ανακάμπτει η οικονομία, και (γ) ανάλογη μείωση των τιμών από σήμερα.
*Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική πολιτική και δημόσια οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου