Με αφορμή την πρόταση μομφής κατά του Υπουργού Οικονομικών, που κατατέθηκε στη Βουλή από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, το δυστυχισμένο σύνταγμα της χώρας έπεσε για άλλη μια φορά θύμα της μικροπολιτικής σκοπιμότητας συγκεκριμένης πολιτικής μερίδας και της ημιμάθειας των διαφόρων παρατρεχάμενων της.
Εν ριπή οφθαλμού οι μέχρι προχθές σεισμολογούντες και μέχρι χθες ειδικοί εμπειρογνώμονες επί αεροπορικών εξαφανίσεων δημοσιογράφοι, ανεδείχθησαν σε φωστήρες συνταγματικού δικαίου και αποδυθήκαν σε αγώνα στήριξης της κυβερνητικής άποψης.
Οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 84) και του κανονισμού της Βουλής (άρθρο 142) είναι βέβαια σαφέστατες και ουδέν περιθώριο παρερμηνείας καταλείπουν.
Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος, που η αρχική αντίδραση τόσο του Προεδρείου της Βουλής, όσο και του κατ’ εκείνη την ώρα εκπροσωπούντος την κυβέρνηση Υπουργού Επικρατείας ήταν η άμεση διακοπή της συζήτησης του πολυνομοσχεδίου προκειμένου αυτή να επαναληφθεί μετά την συζήτηση και ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής.
Πράγματι αυτή είναι η ταυτόσημη ρητή διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού. Όμως δευτέρα σκέψη έμπλεη πολιτικών σκοπιμοτήτων, οδήγησε τον Πρόεδρο της Βουλής υποστηριζόμενο και εν πολλοίς καθοδηγούμενο από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να μεταβάλει άρδην την αρχική ορθή στάση του προεδρείου και από εκείνη τη στιγμή ο ελληνικός λαός να καταστεί θιασώτης μιας ακόμη συνταγματικής παραβίασης. Παραβίασης, που συνοδεύθηκε από μια απερίγραπτη ερμηνευτική του συντάγματος φαφλατολογία προεξάρχοντος του συνταγματολόγου Υπουργού και την σκυτάλη λαβόντων των συνήθων «εγκρίτων» καθεστωτικών δημοσιογράφων.
Λόγω της σαφήνειας των διατάξεων δεν αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε διεξοδική ανάλυσή τους. Χρήσιμο θεωρούμε μόνο να αξιολογήσουμε τα «ερμηνευτικά» επιχειρήματα της κυβερνητικής πλευράς, που κατά κόρον προβλήθηκαν από τα ΜΜΕ.
Θα πρέπει δε να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι οποιαδήποτε ερμηνεία, όσο ευφυής και όσο επιστημονικοφανής κι αν παρουσιάζεται, δεν συγχωρείται να φθάνει μέχρι του σημείου αναίρεσης της συνταγματικής ρυθμίσεως.
Το βασικό λοιπόν επιχείρημα της κυβερνητικής πλειοψηφίας ήταν η μη παρέλευση εξαμήνου από την προηγούμενη μομφή δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η απάντηση εδώ είναι απλούστατη και την δίδει η παράγραφος 6 του άρθρου 142 της Βουλής, που περιορίζει την χρονική παρεμπόδιση στην περίπτωση της «όμοιας πρότασης». Και είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η πρόταση μομφής κατά της Κυβέρνησης δεν είναι όμοια με αυτήν κατά υπουργού.
Ο ισχυρισμός ότι ο Υπουργός Οικονομικών ασκούσε τα καθήκοντά του εντός του πλαισίου της κυβερνητικής πολιτικής αποτελεί ανώφελη σοφιστεία. Διότι ακριβώς το ερώτημα εντός ποίου πλαισίου και με τι τρόπο ασκεί τα καθήκοντά του ο Υπουργός είναι αντικείμενο συζήτησης της πρότασης μομφής. Σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να προλαμβάνει και πολλώ μάλλον να αποτρέπει αυτή τη συζήτηση η Κυβέρνηση κρίνοντας η ίδια την λειτουργία του ελεγχομένου Υπουργού.
Ομοίως και το ευλογοφανές επιχείρημα ότι η αντιπολίτευση θα μπορούσε να καταθέτει αλλεπάλληλες προτάσεις μομφής, τόσες όσοι και οι υπουργοί της Κυβέρνησης, στερείται σοβαρότητας. Και τούτο, όχι απλώς διότι αυτό θα καθιστούσε εξαιρετικά φαιδρή την αντιπολίτευση, αλλά και διότι μια τέτοια αήθης τακτική προσκρούει σε άλλη διάταξη του Συντάγματος. Πράγματι στην παράγραφο 3 του άρθρου 25 το ίδιο το Σύνταγμα περιβάλλει με ηυξημένη ισχύ την πάγια αρχή του δικαίου περί απαγορεύσεως της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων, στα οποία βεβαίως ορθώς μπορεί να συγκαταλέγεται και το δικαίωμα των βουλευτών να καταθέτουν προτάσεις μομφής. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που το σχετικό επιχείρημα διατυπώθηκε κυρίως από μη νομικούς «ερμηνευτές» του Συντάγματος.
Παρομοίως στο χώρο της ημιμάθειας κινείται και το επιχείρημα, που προβλήθηκε στην περίπτωση της μομφής κατά του Προέδρου της Βουλής, περί του ότι πρόταση τέτοια είχε να υποβληθεί από το 1927. Είναι γνωστό ακόμη και στους φοιτητές της Νομικής ότι η δημιουργία συνταγματικού εθίμου είναι ιδιαίτερα δυσχερής, όταν υπάρχει γραπτό Σύνταγμα και εν πάση περιπτώσει το έθιμο μπορεί να γίνει δεκτό στην περίπτωση συμπλήρωσης συνταγματικού κενού ή τρόπου θετικής εφαρμογής συνταγματικού κανόνος. Ουδέποτε όμως μπορεί να δημιουργηθεί έθιμο καταργητικό συνταγματικού δικαιώματος. Και δη ενός τέτοιου δικαιώματος των βουλευτών, που σκοπεύει την εξασφάλιση της μείζονος πολιτειακής λειτουργίας.
Αυτά είναι τα κυριότερα «νομικά» επιχειρήματα της κυβέρνησης, τα οποία όμως κινούνται γύρω από το ερώτημα αν ορθώς άσκησε το δικαίωμα της πρότασης μομφής η αντιπολίτευση. Το ερώτημα όμως αυτό θα έπρεπε να απασχολήσει τη Βουλή εάν και εφ’ όσον έμπαινε στη συζήτηση της πρότασης μομφής.
Συζήτηση όμως δεν υπήρξε γιατί η Κυβέρνηση και δη ο Πρόεδρος της Βουλής κος Μεϊμαράκης αποφάνθηκαν μόνοι τους, ως μη όφειλαν, ότι δεν ευσταθούσε η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Προτού όμως να ασχολούνται όλοι για το αν ήταν σωστή ή όχι η κίνηση της αντιπολίτευσης, θα ήταν ενδιαφέρον να εξετασθεί αν είχε ο Πρόεδρος της Βουλής και η Κυβέρνηση δικαίωμα να αποφύγουν την συζήτηση περί της πρότασης μομφής, καθ’ ον τρόπον έπραξαν.
Κανείς δυστυχώς δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό το πρωτεύων θέμα κι έτσι αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε λίγο εμείς.
Ας δούμε λοιπόν πρώτα τι προβλέπει κατ’ εφαρμογή του Συντάγματος ο κανονισμός της Βουλής.
Αρθρο 142 παρ. 2: «Η πρόταση δυσπιστίας υποβάλλεται στον Πρόεδρο σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής». Παρ.3 «Αν διαπιστωθεί ότι η πρόταση υπογράφεται από τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών (1/6), Η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για τουλάχιστον δύο ημέρες, εκτός αν η Κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας».
Κατά την μόνη επομένως ορθή εφαρμογή του Συντάγματος και του κανονισμού της Βουλής, το μοναδικό δικαίωμα-καθήκον (droit – function) του Προέδρου σε περίπτωση υποβολής πρότασης δυσπιστίας είναι να εξετάσει αν υπογράφεται τουλάχιστον από το 1/6 των βουλευτών, δηλαδή εν προκειμένω αν έχει τουλάχιστον 50 υπογραφές. Αν αυτή η προϋπόθεση τηρείται, εάν του έχει υποβληθεί σε δημόσια συνεδρίαση και εάν κατά την απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 142 «περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί ης συζήτηση», ουδεμία πλέον άλλη ενέργεια μπορεί να κάνει πέραν του να θέσει ερώτημα στην κυβέρνηση (σύμφωνα με τη παρ.3) περί του αν εκείνη «επιθυμεί να αρχίσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας».
Ουδεμία δηλονότι ευχέρεια καταλείπεται σ’ αυτόν πέραν του να διακόψει αμέσως τη μέχρι εκείνη τη στιγμή συζήτηση και ή να αρχίσει αμέσως τη συζήτηση της πρότασης μομφής, εφ’ όσον το ζητήσει η Κυβέρνηση, η να ορίσει ώρα ενάρξεως της επί της προτάσεως δυσπιστίας συζήτησης μετά από δύο ημέρες.
Ομοίως ουδεμία ευχέρεια καταλείπεται στην Κυβέρνηση να εναντιωθεί στην συζήτηση, πέραν της προβολής ενστάσεως περί του ότι δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες υπογραφές ή περί του ότι δεν περιλαμβάνονται σαφώς τα θέματα, που πρέπει να συζητηθούν.
Για αυτό και η πρώτη αντίδραση του προεδρείου της Βουλής, αλλά και του κου Σταμάτη δηλώσαντος ότι ασκεί το δικαίωμα της Κυβέρνησης να ζητήσει την άμεση έναρξη της συζήτησης επί της προτάσεως δυσπιστίας, ήταν απολύτως συνταγματικά ορθή.
Τουναντίον η εκ των υστέρων υπαναχώρηση με την είσοδο στη Βουλή του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και την άνοδο στην έδρα του Προέδρου κου Μεϊμαράκη, η συζήτηση περί του παραδεκτού ή περί της ουσίας της προτάσεως δυσπιστίας και η εν γένει μεθόδευση αποφυγής της, υπήρξε όχι απλώς έωλη συνταγματικά, αλλά στην κυριολεξία ωμή καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Όπως προεκτέθηκε το θέμα της παρελεύσεως εξαμήνου αποτελεί τυπικό θέμα παραδεκτού της προτάσεως δυσπιστίας περί του οποίου μόνη αρμοδία να αποφανθεί είναι η ολομέλεια της βουλής κατά την συζήτηση της προτάσεως δυσπιστίας και προτού εισέλθει στην ουσία των προς συζήτηση θεμάτων της. Πολλώ μάλλον το ίδιο συμβαίνει με το ζήτημα του αν ο ελεγχόμενος Υπουργός λειτούργησε εντός ή εκτός του πλαισίου κυβερνητικής πολιτικής. Ζήτημα ουσιαστικό που επίσης μόνο η Βουλή κατά της συζήτηση της προτάσεως δυσπιστίας νομιμοποιείται να εξετάσει.
Και επειδή ακριβώς το Σύνταγμα και ο κανονισμός της Βουλής προδιαγράφει ως δεσμία σε πολύ συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις την αρμοδιότητα του Προέδρου της Βουλής να ενεργήσει σε περίπτωση προτάσεως δυσπιστίας, για αυτό ακριβώς υπήρξαν αδόκιμες έως φαιδρές οι συζητήσεις για παραπομπή του θέματος στην σύσκεψη των Αρχηγών των κομμάτων ή ακόμη και σε ψηφοφορία των παρόντων βουλευτών.
Αλίμονο εάν ένα δικαίωμα των βουλευτών να προστατεύσουν το πολίτευμα και τη λειτουργία του κράτους από την ανικανότητα, την παρανομία ή την αυθαιρεσία της Κυβέρνησης ή μέλους αυτής, εξαρτιόταν από την αποφασιστική αρμοδιότητα της ίδιας, ή άλλων ολιγομελών συμβουλίων, όπως το κονκλάβιο των Αρχηγών, ή μονοπρόσωπων οργάνων, όπως ο κατά τεκμήριο προσκείμενος στην εκάστοτε Κυβέρνηση Πρόεδρος της Βουλής.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο θεσμικός στόχος της προτάσεως δυσπιστίας είναι η προστασία της κατά τεκμήριον μειοψηφικής αντιπολίτευσης έναντι αυθαιρεσιών της κατά μαχητόν τεκμήριον πλειοψηφικής κυβέρνησης.
Το ελάχιστο λοιπόν, που όφειλε να εξασφαλίσει ο Συνταγματικός νομοθέτης, ήταν τουλάχιστον να μη παρεμποδισθεί η συζήτηση επί μιας προτάσεως δυσπιστίας, ώστε να φωτισθεί η πιθανότητα απώλειας της δεδηλωμένης.
Γι αυτό ακριβώς δεν θέλησε να προσφέρει σε κανένα, ιδίως στην κυβερνητική πλειοψηφία, την δυνατότητα να απορρίψει την πρόταση άνευ συζητήσεως. Διότι περί αυτού πρόκειται.
Η όλη μεθόδευση λοιπόν της Κυβέρνησης, διά του Αντιπροέδρου της και του Προέδρου της Βουλής, επιδιώκοντας να απορριφθεί η πρόταση δυσπιστίας προ πάσης συζητήσεώς της δεν αποτελεί απλή παραβίαση του συντάγματος.
Αποτελεί τωόντι «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», διότι υπονομεύει το θεμελιακό ζήτημα της διερεύνησης υπάρξεως της «δεδηλωμένης».
Και το ερώτημα το οποίο φυσιολογικά ακολουθεί είναι. Καλά κάποιοι ημιμαθείς βουλευτές, καλά οι αδαείς δημοσιογράφοι. Όμως αυτά τα στοιχειώδη, που αναφέραμε εδώ, δεν τα γνώριζαν τόσοι νομικοί, μεταξύ των οποίων και συνταγματολόγοι, που κάθονται στα έδρανα της Βουλής;
Η απάντηση είναι δυστυχώς απλή. Προφανώς τα γνωρίζουν. Προφανώς γι αυτό οι πλείστοι εξ αυτών απέφυγαν να τοποθετηθούν δημοσίως. Προφανώς γι αυτό απέφυγε να προσέλθει στη Βουλή ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Προφανώς γι αυτό αναγκάσθηκε να σηκώσει το βάρος της «νομικής» επιχειρηματολογίας μόνος του ο συνταγματολόγος Αντιπρόεδρος.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του όμως, η προχθεσινή διαχείριση του όλου θέματος από πλευράς κυβέρνησης και Προέδρου της Βουλής θα καταγραφεί στην συνταγματική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδας και στις περί αυτής ακαδημαϊκές μελέτες ως τυπικό παράδειγμα συνταγματικής εκτροπής και κυβερνητικής αυθαιρεσίας.
Περί αυτού δε συνηγορεί το μοναδικό ειλικρινές επιχείρημά του, το οποίο δυστυχώς βέβαια δεν ήταν νομικό, αλλά αμιγώς πολιτικό. Το επιχείρημα, ότι δεν ήταν δυνατό να αναβληθεί η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου και να εκτεθεί ο Υπουργός και η Κυβέρνηση εν όψει του σημερινού Γιούρογκρουπ.
Θλιβερή ομολογία ότι η στόχος της όλης μεθόδευσης της Κυβέρνησης δεν ήταν η σωστή εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά η εξυπηρέτηση άλλων κυβερνητικών πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Σκοπιμοτήτων θεμιτών ή όχι αδιάφορο.
Διότι αλίμονο στη Δημοκρατία όπου η ερμηνεία του συντάγματος γίνεται με βάση τις όποιες σκοπιμότητες της εκάστοτε συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας.
Αλίμονο εάν η διερεύνηση της ύπαρξης της δεδηλωμένης επαφίεται στην αποφασιστική αρμοδιότητα της εκάστοτε κυβερνητικής «πλειοψηφίας».
Και αλίμονο εάν οι συνταγματολόγοι απαντούν στα συνταγματικά ερωτήματα εξετάζοντάς τα μέσα από τις διόπτρες του κυβερνητικού στελέχους.
Αλίμονο γιατί έτσι συμπεριφερόμενοι βλάπτουν το δημοκρατικό πολίτευμα και από τη θέση του συνταγματολόγου διολισθαίνουν οι ίδιοι εκόντες άκοντες στην ιδιότητα του ….συνταγματάρχου.