Πολύ πριν η φρενίτιδα της μαγειρικής κατακλύσει την Ελλάδα, πολύ πριν περιοριστούν οι έξοδοι σε εστιατόρια και ο κόσμος αναγκαστεί να επιστρέψει στην κουζίνα του, με σύμμαχο αυτή τη φορά τους τηλεμάγειρες και όχι τον τσελεμεντέ, πολύ πριν αποκτήσει και το ελληνικό κοινό εγχώριους αστέρες γαστρονομίας εξαιτίας της μνημονιακής πρακτικής “φάτε μάτια ψάρια”, η Ελλάδα υπέκυπτε στη γοητεία του Τζέιμι Όλιβερ.
Ήταν ένας Βρετανός πιτσιρικάς, ολίγον τί δυσλεκτικός, εμφανέστατα ψευδός, αυθάδης, ξερόλας και ταλαντούχος. Κουβαλούσε, δηλαδή, το θράσος, το πάθος και τον τσαμπουκά της νιότης του. Εναρκτήριο λάκτισμά του, η εκπομπή “O γυμνός σεφ” στο BBC. Τότε ήταν που τριγυρνούσε με το σκουτεράκι του το Λονδίνο, ανακαλύπτοντας γεύσεις και δημιουργώντας αντισυμβατικές συνταγές. Συνταγές που έφερναν κάτι από τον ίδιο: τα ατίθασα μαλλιά του, το ατημέλητο ντύσιμό του και το χαριτωμένο πρόσωπο της διπλανής πόρτας, το οποίο δεν είχε ακόμα απαλλαγεί από την ακμή.
Ως τέτοιος προσγειώθηκε και στους ελληνικούς δέκτες και χωρίς να χάσει χρόνο μετατράπηκε σε καθημερινή συνήθεια και του ελληνικού νοικοκυριού. Αποτέλεσε τη γέφυρα που ένωσε την παραδοσιακή Ελληνίδα μαμά με την άπειρη και μέχρι τότε αδιάφορη για τα μυστικά της κουζίνας κόρη. Κι αυτό επειδή ήταν το ίδιο συμπαθής και στις δύο: ο γιός που ονειρευόταν να έχει η πρώτη και ο γοητευτικός φίλος που διακαώς επιθυμούσε να αποκτήσει η δεύτερη.
Απήχηση είχε και στους άνδρες: «κοίτα να δεις που το μαγείρεμα μπορεί να γίνει εύκολο και κουλ», φαινόταν να τους λέει συνωμοτικά, φλερτάροντας μέσω της κάμερας τις γυναίκες του σπιτιού, ενώ σόταρε με αξιοθαύμαστη ευχέρεια τα κρεμμυδάκια. Εμπνευσμένος σεφ; Ποπ είδωλο; Κάτι στο ενδιάμεσο. Αυτό, όμως, που κυρίως τον διαφοροποίησε από τους ομότεχνούς του είναι ότι ξόρκισε τον εντυπωσιασμό, την ξιπασιά, τη μωροφιλοδοξία του μάγειρα. «Τις συνταγές μου τις επινοώ, κουβεντιάζοντας συνέχεια με τους ανθρώπους», συνήθιζε να λέει κάθε φορά που τον ρωτούσαν από πού αντλεί την έμπνευση και την ευρηματικότητά του.
Εξάλλου, καλωσόριζε τους θεατές του στο σπίτι του, άνοιγε την κουζίνα του, το ψιλοάδειο ψυγείο του, μαγείρευε για τους φίλους, την οικογένειά του και μετά απολάμβανε και ο ίδιος ένα ποτήρι κρασί που συνόδευε το πιάτο του. Μετά την εντυπωσιακή άνοδό του, ο Τζέιμι Όλιβερ δέσποζε στο χώρο του για σχεδόν δύο δεκαετίες αλώβητος. Ακολούθησε, όμως, η σταδιακή του κάθοδος.
Η αρχή
Σήμερα, στα 43 του χρόνια, τη στιγμή που οι περισσότεροι δεν έχουν ακόμα πραγματώσει τους στόχους του, η πτώση του μοιάζει αναπόφευκτη και ηχηρή. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα εστιατόριά του έβαλαν λουκέτο, αλλά κυρίως το ότι ο ίδιος υπονόμευσε σταδιακά αλλά σταθερά το προφίλ που είχε χτίσει.
Μπορεί στα 25 του χρόνια να είχε ήδη χτίσει μία αυτοκρατορία, αλλά ο Τζέιμι Τρέβορ Όλιβερ ανακατευόταν με την κουζίνα πολύ νωρίτερα. Οι γονείς του Τρέβορ και Σάλι ήταν ιδιοκτήτες μία παραδοσιακής αγγλικής παμπ στο Έσσεξ που ονομαζόταν The Cricketers. Σ’ αυτήν σέρβιραν και κάποια συνοδευτικά πιάτα. Από την ηλικία των οκτώ ετών τους βοηθούσε για να εξασφαλίσει το χαρτζιλίκι του.
Στα 11 του μπορούσε να ψιλοκόψει λαχανικά και να ψήσει κρέας με αξιοσημείωτη δεξιοτεχνία. Στα 14 του παρέκκλινε, δηλώνοντας ότι σκοπεύει να κυνηγήσει μία καριέρα στη μουσική βιομηχανία. Για τον λόγο αυτό αφιέρωνε όλο του τον ελεύθερο χρόνο του στο συγκρότημα που είχε φτιάξει με τους φίλους του. Εγκαταλείποντας το σχολείο στα 16 του, εν μέρει και εξαιτίας της βαριάς δυσλεξίας του, αποφάσισε να επιστρέψει στις ρίζες του. Όχι ως σεφ, αλλά ως μάνατζερ εστιατορίων και εταιρειών κέτερινγκ.
Αυτό ήταν και το αντικείμενο που επέλεξε να σπουδάσει στην σχολή που επέλεξε. Εντύπωση, μάλιστα, προκαλεί το γεγονός ότι η μαγειρική δεν τον ενθουσίαζε. Αντίθετα, φλέρταρε με την ζαχαροπλαστική. Αυτή του η φιλοδοξία ήταν που τον οδήγησε να ζητήσει δουλειά στο εστιατόριο του Gennaro Contaldo, ο οποίος τον προσέλαβε ως βοηθό ζαχαροπλάστη.
Ανοίγοντας τις πόρτες του θεάματος
Ο ανήσυχος Όλιβερ δεν μένει εκεί πολύ. Περνάει από πολλά εστιατόρια του Λονδίνου, ταξιδεύει αρκετά στην Γαλλία και εντελώς τυχαία προσγειώνεται στον Αντόνιο Καρλούτσιο, ιδιοκτήτη του λονδρέζικου Neal Street Restaurant. Είναι ο πρώτος που διακρίνει τις δυνατότητες του Όλιβερ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1996, η τύχη του χτυπάει την πόρτα.
Ένα ντοκιμαντέρ γυρίζεται στην κουζίνα του διάσημου ιταλικού εστιατορίου, στο οποίο εργάζεται εκείνη την εποχή ο 23χρονος βοηθός σεφ. Το πάθος του, η εξωστρέφειά του, το προσωπικό του στυλ, αλλά και το γεγονός ότι δεν διστάζει να τα βάλει με τους κάμεραμαν που διακόπτουν την ιεροτελεστία του, του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες της βιομηχανίας του θεάματος.
Ο τηλεοπτικός παραγωγός επιστρέφει την επόμενη ημέρα με μία πρόταση για τον Τζέιμι. «Είσαι γεννημένος για να βρίσκεται μπροστά από την κάμερα μαγειρεύοντας του λέει». Αν και άπειρος, έχει ένα ξεκάθαρο όραμα για το τί θέλει να δημιουργήσει: μία εκπομπή όπου θα μαγειρεύει απλά, θα εξηγεί τα πάντα στους θεατές, αλλά και θα δουλεύει με βασικά συστατικά που πολλοί τείνουν να υποτιμούν, αλλά όλοι έχουν στις κουζίνες τους.
Η εκπομπή του The Naked Chef κάνει πρεμιέρα στο BBC στις 14 Απριλίου του 1999. Η Βρετανία ερωτεύεται τον αλλόκοτο πιτσιρικά και η παραγωγή διαρκεί τρεις τηλεοπτικές σεζόν. Και αυτό είναι μόνο η αρχή. Ακολουθούν δεκάδες άλλα τηλεοπτικά κόνσεπτ με τον Τζέιμι πρωταγωνιστή και εκατομμύρια τηλεθεατές σε δεκάδες χώρες όλου του κόσμου.
Ιδρύει τη δική του εταιρεία παραγωγής και ξεκινά να εκδίδει το ένα μπεστ σέλερ βιβλίο μετά το άλλο. Πριν κλείσει τα 30 του αρθρογραφεί τακτικά για θέματα μαγειρικής στους Times του Λονδίνου. Από τηλεοπτικός σεφ μετατρέπεται σε ακτιβιστή που μάχεται κατά των μεταλλαγμένων φαγητών, προωθώντας βιολογικά προϊόντα, προτρέποντας τον κόσμο να φυτέψει τα δικά του ζαρζαβατικά, ακόμα και στο μπαλκόνι του. Για τη δράση του, μάλιστα, βραβεύεται από τη Βασίλισσα Ελισάβετ.
Μεταξύ άλλων κυκλοφορεί τη δική του σειρά μαγειρικών σκευών και υπογράφει συμβόλαιο με τη βρετανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Sainsbury’s. Στο ενδιάμεσο παντρεύεται την κοπέλα, με την οποία είναι μαζί από το σχολείο και αποκτούν έξι παιδιά. Το πρώτο του εστιατόριο το ανοίγει το 2002 και εκτοξεύει τη δημοτικότητά του. Ο Τζέιμι, παρά τη δημοφιλία του, δεν επιλέγει επαγγελματίες, αλλά ανακοινώνει ότι εκπαιδεύει εξαρχής 15 ανέργους, οι οποίοι δεν έχουν δει ποτέ ξανά στη ζωή τους κουζίνα εστιατορίου. Το Fifteen στο ανατολικό Λονδίνο δεν αλλάζει τη ζωή 15 νέων που μέχρι τότε ζούσαν μέσω επιδομάτων, αλλά μετατρέπεται στο πιο δημοφιλές μαγαζί του Λονδίνου. Η λίστα αναμονής είναι τρείς μήνες.
Τα σφάλματα και η πτώση
Όλα έμοιαζαν ιδανικά, αλλά μία σειρά από κλασικά επικοινωνιακά και επιχειρηματικά σφάλματα προκάλεσαν τις πρώτες ρωγμές σ’ ένα οικοδόμημα που έφτασε να αξίζει 441 εκατομμύρια δολάρια. Αρχικά, το τηλεοπτικό κοινό του Τζέιμι ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι το προφίλ του διάσημου σεφ δεν ταυτιζόταν με τα εστιατόριά του.
Ο σεφ της διπλανής πόρτας που διαφήμιζε πιάτα αξίας λίγων δολαρίων δημιούργησε απρόσιτα για τη συντριπτική πλειονότητα των θαυμαστών του εστιατόρια. Η αναντιστοιχία αυτή προκάλεσε γκρίνια, πλήττοντας την δημοτικότητά του. Από ένα σημείο και μετά ο Τζέιμι άρχισε να ανοίγει το ένα εστιατόριο μετά το άλλο, φτάνοντας να έχει 43.
Τα οικονομικά προβλήματα στις επιχειρήσεις του, η χαμηλή ποιότητα και το υπερεκτιμημένο φαγητό της αλυσίδας Jamie’s Italian άρχισαν να πλήττουν ακόμα περισσότερο την εικόνα του. Τα διαδοχικά λουκέτα και τα πωλητήρια στα μαγαζιά του αποτέλεσαν τους πρώτους ισχυρούς κλυδωνισμούς. Ήταν κοινό μυστικό, άλλωστε, ότι ο Τζέιμι δεν ασχολιόταν με τα μαγαζιά, έχοντας δώσει βάρος στην τηλεοπτική του καριέρα.
Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν το 2014 το εστιατόριο Barbecoa στο Λονδίνο σφραγίζεται μετά από έλεγχο των επιθεωρητών υγείας. Η έκθεση αποκαλύπτει ότι βρέθηκαν περιττώματα ποντικιών, μούχλα στα κρέατα και ληγμένο βοδινό κρέας. Χωρίς δημόσια απολογία προς τους πελάτες του αναγκάζεται να ενισχύσει τα εστιατόρια με 22,7 εκατομμύρια δολάρια από τη δική του περιουσία, ελπίζοντας να περισώσει την κατάσταση.
Ακόμα και τότε, όμως, οι Βρετανοί δεν γυρνάνε πλήρως την πλάτη τους στον τον εθνικό τους μάγειρα. Παρ’ όλα αυτά η απόφασή του να αποτελέσει το πρόσωπο του κολοσσού Shell στο έτοιμο φαγητό που θα πουλάει στα βενζινάδικά της δεν συμβάλει στην βελτίωση του προφίλ του. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο για υποκρισία. «Ο άνθρωπος που αποκαλεί τον εαυτό του πρεσβευτή του ποιοτικού φαγητού ξεπουλιέται για 9,1 εκατομμύρια δολάρια», γράφει μία διάσημη κριτικός φαγητού.
Αν και το κοινό απαιτούσε από εκείνον ένα σχόλιο, ο εξωστρεφής σεφ επέλεξε να σιωπήσει. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει και την σφοδρή κριτική που του ασκούσαν τα βρετανικά Μίντια επειδή επέλεξε ως διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας του τον Πολ Χαντ. Ο τελευταίος ήταν χρηματομεσίτης, ο οποίος είχε εμπλακεί και σε σκάνδαλο χρήσης απόρρητων πληροφοριών για κερδοσκοπικές συναλλαγές. Μάλιστα του είχε επιβληθεί πρόστιμο 67.000 ευρώ. Εκτός των άλλων, ο Χάντ είναι και σύζυγος της αδελφής του.
Πολλοί πρώην υπάλληλοι του Όλιβερ κατηγόρησαν τον γαμπρό του για ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά στους εργαζόμενους. Ο Τζέιμι τον υπερασπίστηκε. «Όταν δημιουργείς μια επιχείρηση η οποία γιγαντώνεται, χρειάζεσαι έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης από την οικογένειά σου. Ο Πολ είναι ειλικρινής, έμπιστος και πάρα πολύ καλός στη δουλειά του». Απ’ ότι φαίνεται δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός. Πέντε χρόνια αφότου ανέλαβε τις επιχειρήσεις, αυτές έβαλαν λουκέτο.
Τέλος, το τελευταίο διάστημα ο κατά γενική ομολογία γλυκός Τζέιμι ενεπλάκη σε μία μοχθηρή κόντρα με έναν εξίσου διάσημο Βρετανό σεφ: τον Γκόρντον Ράμσεϊ. Η διαμάχη ξεκίνησε, όταν ο Ράμσεϊ σε τηλεοπτική εκπομπή έκανε άκομψες αναφορές στον συνάδελφό του. Τον αποκάλεσε «χοντρό» και επέκρινε τη μαγειρική του. Ο Τζέιμι απάντησε χαρακτηρίζοντας τον «θύμα γεροντικής άνοιας». Η εμπλοκή του στον βρετανικό γάμο του πρίγκιπα Χάρι μπέρδεψε τους περισσότερους. Ο ίδιος έσπευσε να δηλώσει ότι θα αναλάβει το κέτερινγκ, ενώ το Παλάτι διέψευσε την είδηση.
Μένει να φανεί τί επιφυλάσσει το μέλλον για το νέο ακόμα σεφ. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η καριέρα του στην τηλεόραση δεν έχει τελειώσει. «Αποδείχτηκε κακός μάνατζερ, κακός επιχειρηματίας. Δεν εξακολουθεί, όμως, να είναι ο σεφ της καρδιάς μας;» αναρωτιέται μία θαυμάστριά του στα σόσιαλ μίντια.