Σπύρος Μανουσέλης
Ο Τζούλιο Τζορέλο σπούδασε Φιλοσοφία και Μαθηματικά, υπήρξε μαθητής, στενός συνεργάτης και διάδοχος του κορυφαίου μαρξιστή φιλοσόφου της επιστήμης Λουντοβίκο Τζέιμονατ (L. Geymonat), ήταν δηλαδή επί δεκαετίες καθηγητής στην περίφημη έδρα Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Τη συνέντευξη την έδωσε στην Ιταλία στα τέλη Μαΐου, λίγες εβδομάδες πριν αποβιώσει (στις 15-6-20) λόγω υποτροπής της νόσου Covid-19, από την οποία είχε προσβληθεί πριν από δύο μήνες ● Μιλά για το υψηλό ανθρωπιστικό και κοινωνικό τίμημα των ακραίων μέτρων προστασίας από την τρέχουσα πανδημία.
Στις 15 Ιουνίου κυκλοφόρησε, αρχικά στην Ιταλία και κατόπιν στον διεθνή επιστημονικό Τύπο, η είδηση ότι απεβίωσε o φιλόσοφος της επιστήμης Τζούλιο Τζορέλο (Giulio Giorello) λόγω των επιπλοκών που του είχε προκαλέσει τον Απρίλιο η μόλυνσή από τη νόσο Covid-19. Ηταν 75 ετών, ομότιμος καθηγητής και ο πλέον αναγνωρισμένος διεθνώς Ιταλός επιστημολόγος, συγγραφέας αξιόλογων βιβλίων γύρω από τα πιο επίκαιρα θέματα της επιστημολογίας, της ηθικής και της πολιτικής της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης.
Με αφορμή την προσωπική ιατρική περιπέτειά του με τον νέο κορονοϊό, λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, ο Τζούλιο Τζορέλο έδωσε μια εκτενή συνέντευξη στο διαδικτυακό περιοδικό «Dubbio». Αυτή την εντυπωσιακή συνέντευξη αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε, σήμερα, για τις βαθύτατα ελευθεριακές ιδέες και την αδιαπραγμάτευτα δημοκρατική στάση που μέχρι την τελευταία στιγμή επέλεξε να κρατήσει ο Ιταλός στοχαστής απέναντι στην ανορθολογική και εμφανώς απανθρωποποιητική επέλαση της νέας πανδημίας του υγειονομικού ολοκληρωτισμού.
Πώς, μέσα σε λίγους μήνες, οι μισές σχεδόν ανθρώπινες κοινωνίες τέθηκαν μαζικά σε καραντίνα και υπό την απειλή του νέου κορονοϊού οι πολίτες τους μετατράπηκαν σε μασκοφόρους;
Στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες, η προστατευτική μάσκα έγινε απαραίτητο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, την κουβαλάμε μαζί μας και τη φοράμε παντού όταν βγαίνουμε από το σπίτι, τη διακοσμούμε με ζωγραφιές και τη θεωρούμε αναπόσπαστο τμήμα της προσωπικότητάς μας. Τη φοράμε όποτε βρισκόμαστε σε κάθε δυνητικά απειλητικό δημόσιο χώρο, ενώ τη βγάζουμε μόλις νιώσουμε ασφαλείς.
«Οι μάσκες φαίνεται πως έγιναν αναπόσπαστο μέρος της ζωής και της προσωπικής μας ταυτότητας», υποστηρίζει ο Τζούλιο Τζορέλο στη συνέντευξη που ακολουθεί. Αλλά για ποια ταυτότητα μιλάμε;
«Φορώντας τις μάσκες παραμένουμε οι ίδιοι, όπως και όταν δεν τις φοράμε. Ποια είναι τελικά η πραγματική μας ταυτότητα: αυτή που κρύβουμε το πρόσωπό μας ή αυτή που εκδηλώνεται στα συναισθήματά μας -με το κλάμα, το χαμόγελο, σφίγγοντας τα δόντια, σουφρώνοντας τα χείλη-, δηλαδή με τη μη λεκτική γλώσσα του προσώπου μας;».
Ο καθηγητής της επιστήμης, επιστημολόγος και μαθηματικός κάνει μια παύση για λίγα δευτερόλεπτα, το ξανασκέφτεται και προσθέτει: «Αν το να φοράμε μάσκα γίνει ιδεοληπτική εμμονή, τότε μπορεί όντως να προκύψει ένα πρόβλημα ταυτότητας. Κάποτε, η προσωπικότητά μας εκδηλωνόταν στο πρόσωπό μας και στις εκφράσεις του, ενώ τώρα η μάσκα κρύβει αυτές τις εκφράσεις».
Άρα, μιλάμε για μία σαφή απώλεια. «Αν αυτή η απώλεια κρατήσει για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, δεν πρόκειται για καταστροφή. Αν, αντίθετα, μετατραπεί σε μόνιμη δυσκολία, σε διαταραχή, όταν δηλαδή η ανάγκη να φοράμε μάσκα μετατρέπεται σε εμμονή, τότε είναι σαφές ότι η μάσκα πλήττει την προσωπική μας ταυτότητα».
• Και τότε, καθηγητά, τι συμβαίνει; Αποκτάμε διχασμένη προσωπικότητα, γινόμαστε σχιζοειδείς;
Συμβαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε πια τον εαυτό μας σε ό,τι κάνουμε και σε αυτά που συνήθως μας χρησίμευαν για να τον αναγνωρίζουμε.
Τα ιδιαίτερα σωματικά γνωρίσματα και οι εκδηλώσεις τους ήταν ό,τι, ανέκαθεν, διαφοροποιούσε τις ανθρώπινες σχέσεις. Η αναγνωρισιμότητα είναι σύμπτωμα ασφάλειας: σε όλα τα πιστοποιητικά ταυτότητας υπάρχει η φωτογραφία του προσώπου μας και αυτό είναι μια κατάκτηση. Τώρα, αντιθέτως, η ασφάλεια επιτυγχάνεται με το να κρυβόμαστε, με τη μερική, τουλάχιστον, άρνηση της αναγνωρισιμότητάς μας. Τι σημαίνει και τι συνεπάγεται αυτό για την κοινωνικότητά μας;
Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς στο ερώτημά σας. Πιστεύω ότι αν η χρήση της μάσκας είναι περιορισμένη και ορθολογική και δεν βιώνεται ως ιδεοληπτική εμμονή, τότε παραμένουμε πάντα ο εαυτός μας. Αν, αντίθετα, η χρήση της μάσκας μετατραπεί σε μια συμπεριφορά που αλλάζει, ας πούμε, τον τρόπο που υπάρχουμε στους δημόσιους χώρους, τότε ενδέχεται να προκύψει ένας διχασμός της προσωπικότητας με άκρως αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά.
• Αλλά σε τι συνίσταται αυτή η διπλή ταυτότητα, ο διχασμός προσωπικότητας που κινδυνεύουμε να υποστούμε;
Η βασική δυσκολία είναι ότι δίπλα στη φυσιογνωμία του εαυτού μας με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι, στην αμοιβαία αναγνωρισιμότητα που αυτή μας παρέχει, στο είδωλο του εαυτού μας που βλέπουμε καθημερινά στον καθρέφτη του σπιτιού μας, έρχεται να προστεθεί και ένας άλλος εαυτός, ένας άλλος μασκοφόρος εαυτός, τον οποίο προβάλλουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους και ο οποίος τροποποιεί το πώς οι άλλοι μας βλέπουν.
Πρόκειται για μια αλλαγή που, λίγους μήνες πριν, θα ήταν αδιανόητη. Και αν αυτή η αλλαγή της αυτοεικόνας μας και της σχέσης μας με τους άλλους βιωθεί τελικά από εμάς με τρόπο τραυματικό, τότε ενδέχεται να οδηγήσει σε ένα είδος βαθύτατου εσωτερικού διχασμού. Αυτό είναι νομίζω ένα πολύ λεπτό σημείο.
• Ομως, είναι υποχρεωτικό το να φοράμε μάσκα, δεν είναι ελεύθερη επιλογή μας. Είναι η κυβέρνηση που μας εξωθεί στον διχασμό;
Θα λέγαμε ότι και το ζήτημα της υποχρέωσης να φοράμε μάσκα είναι μια επίσης περίεργη κατάσταση. Πολλοί δεν τη φοράνε όταν βγαίνουν έξω. Πρόκειται για μια υποχρέωση που, κατά κάποιο τρόπο, η εφαρμογή της επιδέχεται πολλές διαφοροποιήσεις.
Εγώ, για παράδειγμα, που νόσησα και θεραπεύτηκα από τη νόσο Covid-19 δεν είμαι υποχρεωμένος να φοράω μάσκα. Παρ’ όλα αυτά, τη φοράω πρόθυμα γιατί γνωρίζω πολύ καλά ότι πρόκειται για μια πρόσκαιρη κατάσταση που σχετίζεται με το ότι βγαίνω από το σπίτι και έρχομαι σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Αν, ωστόσο, αυτή η νέα συνήθειά μου μετατραπεί σε μια μόνιμη και οδυνηρή εμπειρία, με την έννοια ότι εγώ ο ίδιος δεν αναγνωρίζω πλέον τον εαυτό μου, σε αυτή την περίπτωση μπορούν να προκύψουν σοβαρότατες επιπλοκές στον ψυχισμό των ατόμων που ενδέχεται να διαταράξουν την ψυχική τους ισορροπία.
• Υπάρχει και μια άλλη πτυχή σε ό,τι αφορά τη χρήση της μάσκας, στην όποια μέχρι τώρα αναφερθήκαμε ακροθιγώς. Σε όλη την πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης δώσαμε μεγαλύτερη βαρύτητα στον λόγο, στο λεγόμενο στη γλωσσολογία «δευτερογενές σύστημα σήμανσης». Αντίθετα, τείνουμε να υποβαθμίζουμε το «πρωτογενές σύστημα σήμανσης», δηλαδή τη μη λεκτική γλώσσα, π.χ. τις εκφράσεις του προσώπου που μεταδίδουν πληροφορίες για τα συναισθήματά μας. Όταν φοράω μάσκα, κρύβω ένα μέρος του προσώπου μου και αυτός που είναι απέναντί μου δεν μπορεί να γνωρίζει αν χαμογελάω, αν συμφωνώ ή αν είμαι θυμωμένος μαζί του κ.ο.κ. Δεν μπορεί πια να κατανοήσει το μη λεκτικά εκφρασμένο. Αυτό δεν βραχυκυκλώνει τις ανθρώπινες σχέσεις;
Θα έλεγα αναμφίβολα ναι. Μπορεί να δημιουργεί ένα βραχυκύκλωμα με σχεδόν παθολογικές μορφές δυσπιστίας απέναντι στους άλλους. Αυτή την κατάσταση βίωνα όσο νοσηλευόμουν στο νοσοκομείο. Δεν μπορούσα να διακρίνω τον έναν νοσηλευτή από τον άλλο. Κατόπιν, σταδιακά, βρήκα τρόπους για να διακρίνω τα διαφορετικά άτομα και τους ιδιαίτερους τρόπους συμπεριφοράς τους, ανέπτυξα μαζί τους σχέσεις οικειότητας που, από ένα σημείο και έπειτα, μετατράπηκαν σε φιλικές σχέσεις.
Εντούτοις, υπάρχουν πρόσωπα, όπως ο φιλόσοφος Καρτέσιος, τα οποία περιγράφουν τη στάση τους απέναντι στους άλλους ως «larvatus prodeo», δηλαδή «κινούμαι πάντα μασκαρεμένος». Υπό αυτή την έννοια, ήταν περιβόητη η σχεδόν παθολογική καχυποψία και η παροιμιώδης δυσπιστία αυτού του πολύ μεγάλου πρωταγωνιστή της νεωτερικότητας.
Όμως, η επιρροή του Καρτέσιου στη νεωτερική σκέψη δεν συνίσταται στο ότι περιφέρονταν διαρκώς μασκαρεμένος, αλλά αντίθετα στον «δημόσιο» χαρακτήρα των έργων του, που τον οδήγησε στην παραγωγή ορισμένων μεγάλων επιστημονικών δοκιμίων, από τα οποία κατόπιν ξεχώρισε το περίφημο βιβλίο του «Λόγος περί της μεθόδου»
• Υπάρχει, επομένως, κάποια μέθοδος στο να φορά κανείς μάσκα;
Θα έλεγα μάλλον ότι υπάρχει μια διαρκής και παιγνιώδης διαπλοκή ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Ενίοτε, μάλιστα, υπάρχει ένα είδος αντιπαράθεσης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού. Στις μεγάλες προσωπικότητες αυτή η διχαστική αντιπαράθεση επιλύεται από την επιστημονική-γνωστική παραγωγή.
Αλλά, όσον αφορά τον φίλο που θα συναντούσαμε βγαίνοντας από το σπίτι για να αγοράσουμε εφημερίδα, είναι πολύ πιο δύσκολη η ανασυγκρότηση αυτού του σύμπαντος των διαπροσωπικών σχέσεων.
Και θα έλεγε κανείς ότι, εν μέρει, αυτό ακριβώς έχουμε χάσει. Η ελπίδα μου είναι ότι δεν έχει χαθεί για πάντα και ότι θα επιστρέψει όσο ταχύτερα γίνεται, με μορφές έκφρασης που συνάδουν με ό,τι μέχρι τώρα θεωρούσαμε και είναι ανθρώπινο.
• Ναι, από μια «ανθρώπινη» οπτική γωνία είμαστε σε θέση να επεξεργαζόμαστε και να αφομοιώνουμε τα πράγματα που μας συμβαίνουν, ακόμη και τα πιο δύσκολα. Για παράδειγμα τις μάσκες, τις οποίες εξατομικεύουμε με την επιλογή των χρωμάτων τους, τις ζωγραφιές τους ή γράφοντας τα αρχικά μας κ.λπ. Εσείς πώς τα κρίνετε αυτά;
Τα βλέπω σαν έναν μηχανισμό αναπλήρωσης. Επειδή δεν είμαι πια αναγνωρίσιμος από την έκφραση του προσώπου μου, καταφεύγω σε μια «εξατομικευμένη» προσωπική εκδοχή της μάσκας μου, ώστε να κάνω γνωστό στους άλλους ποιος είμαι. Είναι ένα είδος παρηγοριάς.
Εξάλλου, είμαστε ιδιαίτερα επιτήδειοι στο να βρίσκουμε υποκατάστατα, τα οποία, ωστόσο, μας δημιουργούν νέα προβλήματα. Ποιος μου εγγυάται ότι κάποιος άλλος δεν θα έχει μια μάσκα με τα ίδια ακριβώς «προσωπικά» γνωρίσματα με τη δικιά μου, ας πούμε την ίδια μάσκα-σημαία με τα εθνικά χρώματα ή με κάποια άλλα σύμβολα.
Πρόκειται, όπως ήδη ανέφερα, για υποκατάστατα της προσωπικής ταυτότητας. Έτσι, ξαναγυρνάμε στο ίδιο πρόβλημα: η μάσκα, ακόμη και από συμβολική άποψη, είναι ένας τρόπος απόκρυψης της προσωπικής ταυτότητας. Είναι, επίσης, το πρώτο βήμα προς την απαλλαγή από την προσωπική μας ευθύνη. Αν δεν με αναγνωρίζουν, τότε δεν έχω ευθύνη για ό,τι κάνω. Στις πιο παθολογικές περιπτώσεις απόκρυψης της ταυτότητας μέσω μάσκας, οι «ηθικές» επιπτώσεις, κατά τη γνώμη μου, ενδέχεται να είναι πολύ σοβαρές.
• Υπάρχει επίσης ένα άλλο ζήτημα που προέκυψε από την πανδημία και διαπερνά όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Πρόκειται για το «εξ αποστάσεως», ως ο τρόπος άσκησης των διαπροσωπικών και κοινωνικών μας σχέσεων. Μπορεί να είναι ένα μέσο υγειονομικής θωράκισης, όμως διαστρεβλώνει τον τρόπο που σχετιζόμαστε μεταξύ μας. Τι γνώμη έχετε;
Συμφωνώ. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη λεγόμενη «τηλεκπαίδευση» των πανεπιστημιακών μαθημάτων. Η έκφραση «εξ αποστάσεως» παιδεία είναι ακόμη χειρότερη. Αυτός ο τρόπος διδασκαλίας νομίζω ότι μας στερεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της διδασκαλίας: την πρόσωπο με πρόσωπο άμεση σχέση του φοιτητή με τον καθηγητή.
Πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό εργαλείο ελέγχου, αλλά και αξιολόγησης όσων συντελούνται και λέγονται την ώρα του μαθήματος. Με την εξ αποσπάσεως εκπαίδευση όλα αυτά χάνονται και ειλικρινά δεν μου είναι καθόλου σαφές με τι θα μπορούσαν να αντικατασταθούν. Θα γίνουν όλα τα πανεπιστήμια «τηλεματικά»; Και μόνο που το σκέφτομαι νιώθω απαίσια.
• Η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι ενδεχομένως σωτήρια, αλλά απορρυθμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα υπέρ και τα κατά τους, ποιο από τα δύο είναι πιο δύσκολο να διαχειριστούμε;
Ισχύουν και τα δύο. Η αποστασιοποίηση σώζει ζωές; Αναμφίβολα. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη το εξής: όταν βγαίνουμε από το σπίτι μας μπορεί να μας πέσει στο κεφάλι ένα τούβλο από μια σκεπή. Αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί η έξοδος από το σπίτι, ώστε να αποφεύγονται τέτοια ατυχήματα; Αναμφίβολα, μένοντας έγκλειστοι στο σπίτι αισθανόμαστε πιο ασφαλείς. Πρόκειται όμως για μια αξιοθρήνητη ασφάλεια.
• Το ίδιο ισχύει και για τη Δικαιοσύνη, βασικό πυλώνα κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα δικαστήρια παρέμειναν κλειστά στη Ιταλία και αλλού, ενώ πολλές ακροαματικές διαδικασίες γίνονται εξ αποστάσεως...
Η άσκηση του Νόμου ήταν η απόδειξη μιας καλοστημένης κοινωνικής παράστασης. Τώρα αυτό το μεγάλο σκηνικό της Δικαιοσύνης έχει ανασταλεί και αντικατασταθεί από ασήμαντα παρηγορητικά υποκατάστατα. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να επανέλθουμε στις κλασικές μορφές έκφρασης της Δικαιοσύνης. Τόσο στις αίθουσες των δικαστηρίων όσο και στις πανεπιστημιακές αίθουσες.
Τέτοια υποκατάστατα θα μπορούσα να τα δικαιολογήσω μόνο αν έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια. Αυτό είναι το βασικό θέμα. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε κινδυνεύουμε να απολέσουμε πολλούς σημαντικούς, από ανθρωπιστική άποψη, συντελεστές της κοινωνικής μας ζωής.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου